- προσσφάζω
- προσσφάζω,A slay at,
Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσφάζω — και προσσφάττω Α σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πρόσσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσσφάζω] πρόσθετο σφάγιο θυσίας … Dictionary of Greek